- ἀλληλανάδοχος
- ἀλληλ-ανάδοχος, ον,A giving mutual security, PLond.3.994.7 (vi A. D.), PHamb.23.7 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλληλανάδοχοι — ἀλληλανάδοχοι, α (Α) αυτοί που παρέχουν αμοιβαία ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τ. *ἀλληλανάδοχος < ἀλληλ(ο) * + ἀνάδοχος] … Dictionary of Greek